Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imprónta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imˈpronta]

το αποτύπωνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  improduttivo improntare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


impronte [θηλ. πλυθ.] digitali = τα δακτυλικά αποτυπώματα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

improbo (επίθ.)
improcedibilità (θηλ.ουσ)
improducibile (επίθ.)
improduttività (θηλ.ουσ)
improduttivo (επίθ.)
impronta (θηλ.ουσ)
improntare (ρ. μτβ.)
improntarsi (ρ.μ. (αντων.))
improntato (επίθ.)
improntitudine (θηλ.ουσ)
impronto (ουσ αρσ )
impronunciabile (επίθ.)
improperio (ουσ αρσ )
improponibile (επίθ.)
impropriamente (επίρ.)
improprietà (θηλ.ουσ)
improprio (επίθ.)
improrogabile (επίθ.)
improvvidenza (θηλ.ουσ)
improvvido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---