Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


improntàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impronˈtato]

1 σχηματισμένος (υπό)
2 πλήρης (από)
3 χαρακτηριζόμενος (από)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  improntarsi improntitudine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

improduttività (θηλ.ουσ)
improduttivo (επίθ.)
impronta (θηλ.ουσ)
improntare (ρ. μτβ.)
improntarsi (ρ.μ. (αντων.))
improntato (επίθ.)
improntitudine (θηλ.ουσ)
impronto (ουσ αρσ )
impronunciabile (επίθ.)
improperio (ουσ αρσ )
improponibile (επίθ.)
impropriamente (επίρ.)
improprietà (θηλ.ουσ)
improprio (επίθ.)
improrogabile (επίθ.)
improvvidenza (θηλ.ουσ)
improvvido (επίθ.)
improvvisamente (επίρ.)
improvvisare (ρ. μτβ.)
improvvisarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---