Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìmprobo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈimprobo]

1 διεστραμμένος
2 επίμοχθος
3 σκαμπρόζικος
4 αχρείος
5 διεφθαρμένος
6 κοπιαστικός
7 κακοήθης
8 εμπαθής
9 επίπονος
10 πονηρός
11 αμαρτωλός
12 άτιμος
13 άνομος
14 πρόστυχος
15 απαίσιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  improbità improcedibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprimersi (ρ.μ. (αντων.))
imprimitura (θηλ.ουσ)
improbabile (επίθ.)
improbabilità (θηλ.ουσ)
improbità (θηλ.ουσ)
improbo (επίθ.)
improcedibilità (θηλ.ουσ)
improducibile (επίθ.)
improduttività (θηλ.ουσ)
improduttivo (επίθ.)
impronta (θηλ.ουσ)
improntare (ρ. μτβ.)
improntarsi (ρ.μ. (αντων.))
improntato (επίθ.)
improntitudine (θηλ.ουσ)
impronto (ουσ αρσ )
impronunciabile (επίθ.)
improperio (ουσ αρσ )
improponibile (επίθ.)
impropriamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---