Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


improbità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [improbiˈta]

1 αχρειότητα
2 παλιανθρωπιά
3 φαυλότητα
4 κακοήθεια
5 ατιμία
6 ασυνειδησία
7 διαστροφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  improbabilità improbo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprimere (ρ. μτβ.)
imprimersi (ρ.μ. (αντων.))
imprimitura (θηλ.ουσ)
improbabile (επίθ.)
improbabilità (θηλ.ουσ)
improbità (θηλ.ουσ)
improbo (επίθ.)
improcedibilità (θηλ.ουσ)
improducibile (επίθ.)
improduttività (θηλ.ουσ)
improduttivo (επίθ.)
impronta (θηλ.ουσ)
improntare (ρ. μτβ.)
improntarsi (ρ.μ. (αντων.))
improntato (επίθ.)
improntitudine (θηλ.ουσ)
impronto (ουσ αρσ )
impronunciabile (επίθ.)
improperio (ουσ αρσ )
improponibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---