Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imprìmere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈprimere]

1 εγχαράσσω
2 χαράζω
3 εκτυπώνω
4 εντυπώνω
5 μεταδίδω
6 δίδω
7 σταμπάρω
8 επικοινωνώ
9 τυπώνω
10 αποτυπώνω

imprimersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imˈprimersi]

εντυπωσιάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imprimé imprimitura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprigionamento (ουσ αρσ )
imprigionare (ρ. μτβ.)
imprigionato (επίθ.)
imprimatur (ουσ αρσ )
imprimé (αρσ. επίθ και ουσ)
imprimere (ρ. μτβ.)
imprimersi (ρ.μ. (αντων.))
imprimitura (θηλ.ουσ)
improbabile (επίθ.)
improbabilità (θηλ.ουσ)
improbità (θηλ.ουσ)
improbo (επίθ.)
improcedibilità (θηλ.ουσ)
improducibile (επίθ.)
improduttività (θηλ.ουσ)
improduttivo (επίθ.)
impronta (θηλ.ουσ)
improntare (ρ. μτβ.)
improntarsi (ρ.μ. (αντων.))
improntato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---