Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imprigionaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [impriʤonaˈmento]

1 ειρκτή
2 κράτηση (φυλάκιση)
3 φυλάκιση
4 κάθειρξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impreziosire imprigionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprevidente (επίθ.)
imprevidenza (θηλ.ουσ)
imprevisto (ουσ αρσ )
imprevisto (επίθ.)
impreziosire (ρ. μτβ.)
imprigionamento (ουσ αρσ )
imprigionare (ρ. μτβ.)
imprigionato (επίθ.)
imprimatur (ουσ αρσ )
imprimé (αρσ. επίθ και ουσ)
imprimere (ρ. μτβ.)
imprimersi (ρ.μ. (αντων.))
imprimitura (θηλ.ουσ)
improbabile (επίθ.)
improbabilità (θηλ.ουσ)
improbità (θηλ.ουσ)
improbo (επίθ.)
improcedibilità (θηλ.ουσ)
improducibile (επίθ.)
improduttività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---