Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impreziosìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imprettsjoˈsire]

1 διακοσμώ
2 στολίζω
3 κάνω κάτι πολύτιμο
4 πλουμίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imprevisto imprigionamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impreveduto (επίθ.)
imprevidente (επίθ.)
imprevidenza (θηλ.ουσ)
imprevisto (ουσ αρσ )
imprevisto (επίθ.)
impreziosire (ρ. μτβ.)
imprigionamento (ουσ αρσ )
imprigionare (ρ. μτβ.)
imprigionato (επίθ.)
imprimatur (ουσ αρσ )
imprimé (αρσ. επίθ και ουσ)
imprimere (ρ. μτβ.)
imprimersi (ρ.μ. (αντων.))
imprimitura (θηλ.ουσ)
improbabile (επίθ.)
improbabilità (θηλ.ουσ)
improbità (θηλ.ουσ)
improbo (επίθ.)
improcedibilità (θηλ.ουσ)
improducibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---