Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imprigionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impriʤoˈnare]

1 μπαγλαρώνω
2 φυλακώνω
3 φυλακίζω
4 εγκλείω
5 περιορίζω
6 κλειδώνω
7 δεσμεύω
8 εσωκλείνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imprigionamento imprigionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprevidenza (θηλ.ουσ)
imprevisto (ουσ αρσ )
imprevisto (επίθ.)
impreziosire (ρ. μτβ.)
imprigionamento (ουσ αρσ )
imprigionare (ρ. μτβ.)
imprigionato (επίθ.)
imprimatur (ουσ αρσ )
imprimé (αρσ. επίθ και ουσ)
imprimere (ρ. μτβ.)
imprimersi (ρ.μ. (αντων.))
imprimitura (θηλ.ουσ)
improbabile (επίθ.)
improbabilità (θηλ.ουσ)
improbità (θηλ.ουσ)
improbo (επίθ.)
improcedibilità (θηλ.ουσ)
improducibile (επίθ.)
improduttività (θηλ.ουσ)
improduttivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---