Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impressóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [impresˈsore]

1 τυπογράφος
2 τυπωτής
3 εκτυπωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impresso imprestare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impressionismo (ουσ αρσ )
impressionista (ουσ αρσ και θηλ.)
impressionista (επίθ.)
impressionistico (επίθ.)
impresso (επίθ.)
impressore (ουσ αρσ )
imprestare (ρ. μτβ.)
imprestito (ουσ αρσ )
imprevedibile (επίθ.)
impreveduto (επίθ.)
imprevidente (επίθ.)
imprevidenza (θηλ.ουσ)
imprevisto (ουσ αρσ )
imprevisto (επίθ.)
impreziosire (ρ. μτβ.)
imprigionamento (ουσ αρσ )
imprigionare (ρ. μτβ.)
imprigionato (επίθ.)
imprimatur (ουσ αρσ )
imprimé (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---