Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impressióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impresˈsjone]

η εντύπωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impressionato impressionismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


che impressione! = τι εντύπωση! || fare buona impressione = κάνω καλή εντύπωση || (ταράσσω) fare impressione = (turbare) ταράζομαι || fare una cattiva impressione = κάνω κακή εντύπωση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impressionabilità (θηλ.ουσ)
impressionante (επίθ.)
impressionare (ρ. μτβ.)
impressionarsi (ρ.μ. (αντων.))
impressionato (επίθ.)
impressione (θηλ.ουσ)
impressionismo (ουσ αρσ )
impressionista (ουσ αρσ και θηλ.)
impressionista (επίθ.)
impressionistico (επίθ.)
impresso (επίθ.)
impressore (ουσ αρσ )
imprestare (ρ. μτβ.)
imprestito (ουσ αρσ )
imprevedibile (επίθ.)
impreveduto (επίθ.)
imprevidente (επίθ.)
imprevidenza (θηλ.ουσ)
imprevisto (ουσ αρσ )
imprevisto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---