Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impreparazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impreparatˈtsjone]

έλλειψη προετοιμασίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impreparato impresa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imprendere (ρ. μτβ.)
imprendibile (επίθ.)
imprenditore (ουσ αρσ )
imprenditoriale (επίθ.)
impreparato (αρσ. επίθ και ουσ)
impreparazione (θηλ.ουσ)
impresa (θηλ.ουσ)
impresario (ουσ αρσ )
imprescindibile (επίθ.)
imprescrittibile (επίθ.)
imprescrittibilità (θηλ.ουσ)
impresentabile (επίθ.)
impressionabile (επίθ.)
impressionabilità (θηλ.ουσ)
impressionante (επίθ.)
impressionare (ρ. μτβ.)
impressionarsi (ρ.μ. (αντων.))
impressionato (επίθ.)
impressione (θηλ.ουσ)
impressionismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---