Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imprecazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imprekatˈtsjone]

η κατάρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imprecativo imprecisabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lanciare un'imprecazione = ξεστομίζω κατάρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impratichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impratichirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impratichito (επίθ.)
imprecare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imprecativo (επίθ.)
imprecazione (θηλ.ουσ)
imprecisabile (επίθ.)
imprecisato (επίθ.)
imprecisione (θηλ.ουσ)
impreciso (επίθ.)
impregiudicato (επίθ.)
impregnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impregnarsi (ρ.μ. (αντων.))
impregnazione (θηλ.ουσ)
impremeditato (επίθ.)
imprendere (ρ. μτβ.)
imprendibile (επίθ.)
imprenditore (ουσ αρσ )
imprenditoriale (επίθ.)
impreparato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---