Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impratichìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impratiˈkito]

1 εκπαιδευμένος
2 εξασκημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impratichirsi imprecare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impoverirsi (ρ.μ. (αντων.))
impraticabile (επίθ.)
impraticabilità (θηλ.ουσ)
impratichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impratichirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impratichito (επίθ.)
imprecare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imprecativo (επίθ.)
imprecazione (θηλ.ουσ)
imprecisabile (επίθ.)
imprecisato (επίθ.)
imprecisione (θηλ.ουσ)
impreciso (επίθ.)
impregiudicato (επίθ.)
impregnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impregnarsi (ρ.μ. (αντων.))
impregnazione (θηλ.ουσ)
impremeditato (επίθ.)
imprendere (ρ. μτβ.)
imprendibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---