Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpoverìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [impoveˈrire] 1 αποδυναμώνω 2 φτωχαίνω impoverirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [impoveˈrirsi] γίνομαι φτωχός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |