Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impoveriménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [impoveriˈmento]

1 ένδεια
2 αποδυνάμωση
3 φτώχεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impotenza impoverire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impostore (ουσ αρσ )
impostura (θηλ.ουσ)
impotente (ουσ αρσ )
impotente (επίθ.)
impotenza (θηλ.ουσ)
impoverimento (ουσ αρσ )
impoverire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impoverirsi (ρ.μ. (αντων.))
impraticabile (επίθ.)
impraticabilità (θηλ.ουσ)
impratichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impratichirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impratichito (επίθ.)
imprecare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imprecativo (επίθ.)
imprecazione (θηλ.ουσ)
imprecisabile (επίθ.)
imprecisato (επίθ.)
imprecisione (θηλ.ουσ)
impreciso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---