Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impostùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imposˈtura]

1 τσαρλατανισμός
2 απάτη
3 αγυρτεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impostore impotente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impostare (ρ. μτβ.)
impostarsi (ρ.μ. (αντων.))
impostazione (θηλ.ουσ)
imposto (επίθ.)
impostore (ουσ αρσ )
impostura (θηλ.ουσ)
impotente (ουσ αρσ )
impotente (επίθ.)
impotenza (θηλ.ουσ)
impoverimento (ουσ αρσ )
impoverire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impoverirsi (ρ.μ. (αντων.))
impraticabile (επίθ.)
impraticabilità (θηλ.ουσ)
impratichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impratichirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impratichito (επίθ.)
imprecare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imprecativo (επίθ.)
imprecazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---