Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpotènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [impoˈtɛnte] ανίσχυρος άνθρωπος impotènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [impoˈtɛnte] 1 ανίκανος 2 αβοήθητος 3 αδύναμος 4 ανίσχυρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |