Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpòsta, impósta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [imˈpɔsta], [imˈposta] 1 (tassa) ο φόρος, ο δασμός 2 (di finestra) το παραθυρόφυλλο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |