Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impossibilitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impossibiliˈtato]

1 στερημένος από ισχύ ή ελπίδα επιτυχίας
2 αβοήθητος
3 ανίκανος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impossibilitare imposta, imposta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impossibile (ουσ αρσ )
impossibile (επίθ.)
impossibilità (θηλ.ουσ)
impossibilitare (ρ. μτβ.)
impossibilitato (επίθ.)
imposta, imposta (θηλ.ουσ)
impostare (ρ. μτβ.)
impostarsi (ρ.μ. (αντων.))
impostazione (θηλ.ουσ)
imposto (επίθ.)
impostore (ουσ αρσ )
impostura (θηλ.ουσ)
impotente (ουσ αρσ )
impotente (επίθ.)
impotenza (θηλ.ουσ)
impoverimento (ουσ αρσ )
impoverire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impoverirsi (ρ.μ. (αντων.))
impraticabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---