Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


importùno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imporˈtuno]

1 ενοχλητικός άνθρωπος
2 μπελαλής
3 δημιουργός μπελά
4 αβδέλλα (μεταφορικά)
5 βεντούζα (μεταφορικά)
6 βδέλλα (μεταφορικά)
7 παρείσακτος άνθρωπος

importùno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imporˈtuno]

1 πληκτικός
2 κουραστικός
3 φορτικός
4 ενοχλητικός
5 πιεστικός
6 επίμονος
7 οχληρός
8 βαρετός
9 δυσάρεστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  importunità importuoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

importazione (θηλ.ουσ)
importo (ουσ αρσ )
importunamente (επίρ.)
importunare (ρ. μτβ.)
importunità (θηλ.ουσ)
importuno (ουσ αρσ )
importuno (επίθ.)
importuoso (επίθ.)
imposizione (θηλ.ουσ)
impossessamento (ουσ αρσ )
impossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impossibile (ουσ αρσ )
impossibile (επίθ.)
impossibilità (θηλ.ουσ)
impossibilitare (ρ. μτβ.)
impossibilitato (επίθ.)
imposta, imposta (θηλ.ουσ)
impostare (ρ. μτβ.)
impostarsi (ρ.μ. (αντων.))
impostazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---