Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimposizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [impozitˈtsjone] 1 φορολόγηση 2 δασμός 3 επιβολή εισφοράς 4 εισφορά 5 φόρος 6 κάτι επιβαλλόμενο 7 επιβολή 8 διαταγή 9 εντολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |