Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


importunàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [importuˈnare]

1 βαρυκαρδίζω
2 παραζαλίζω
3 γίνομαι φορτικός
4 βασανίζω
5 ζητώ επίμονα
6 κατατυραννώ
7 ταλαιπωρώ
8 τριβελίζω
9 βάζω σε μπελά
10 πιλατεύω
11 πονοκεφαλιάζω
12 σκοτίζω
13 εξοργίζω
14 πειράζω
15 γίνομαι τσιμπούρι
16 στενοχωρώ
17 παρενοχλώ
18 ταλαιπωρώ
19 γίνομαι φόρτωμα
20 ενοχλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  importunamente importunità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

importatore (ουσ αρσ )
importatore (επίθ.)
importazione (θηλ.ουσ)
importo (ουσ αρσ )
importunamente (επίρ.)
importunare (ρ. μτβ.)
importunità (θηλ.ουσ)
importuno (ουσ αρσ )
importuno (επίθ.)
importuoso (επίθ.)
imposizione (θηλ.ουσ)
impossessamento (ουσ αρσ )
impossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impossibile (ουσ αρσ )
impossibile (επίθ.)
impossibilità (θηλ.ουσ)
impossibilitare (ρ. μτβ.)
impossibilitato (επίθ.)
imposta, imposta (θηλ.ουσ)
impostare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---