Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈpɔrto]

το ποσόν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  importazione importunamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

importare (ρ.αμτβ.)
importare (ρ. μτβ.)
importatore (ουσ αρσ )
importatore (επίθ.)
importazione (θηλ.ουσ)
importo (ουσ αρσ )
importunamente (επίρ.)
importunare (ρ. μτβ.)
importunità (θηλ.ουσ)
importuno (ουσ αρσ )
importuno (επίθ.)
importuoso (επίθ.)
imposizione (θηλ.ουσ)
impossessamento (ουσ αρσ )
impossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impossibile (ουσ αρσ )
impossibile (επίθ.)
impossibilità (θηλ.ουσ)
impossibilitare (ρ. μτβ.)
impossibilitato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---