Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


importàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imporˈtare]

1 χρειάζομαι
2 είμαι αναγκαίος
3 έχω σπουδαιότητα
4 ενοχλώ
5 πειράζω
6 ενδιαφέρω
7 έχω σημασία
8 σημαίνω

importàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imporˈtare]

1 επιδρώ
2 συνεπάγομαι
3 εισάγω
4 σημαίνω
5 εννοώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  importanza importatore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


non importa = δεν πειράζει || non importa! = δεν πειράζει! || non me ne importa = δεν με νοιάζει || non me ne importa nulla = δεν δίνω φράγκο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imporrire (ρ.αμτβ.)
importabile (επίθ.)
importante (ουσ αρσ )
importante (επίθ.)
importanza (θηλ.ουσ)
importare (ρ.αμτβ.)
importare (ρ. μτβ.)
importatore (ουσ αρσ )
importatore (επίθ.)
importazione (θηλ.ουσ)
importo (ουσ αρσ )
importunamente (επίρ.)
importunare (ρ. μτβ.)
importunità (θηλ.ουσ)
importuno (ουσ αρσ )
importuno (επίθ.)
importuoso (επίθ.)
imposizione (θηλ.ουσ)
impossessamento (ουσ αρσ )
impossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---