Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


importànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imporˈtante]

1 σπουδαίο πράγμα
2 κάτι το σημαντικό

importànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imporˈtante]

σπουδαίος (-α, -ο), σημαντικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  importabile importanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imporrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imporre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imporsi (ρ.μ. (αντων.))
imporrire (ρ.αμτβ.)
importabile (επίθ.)
importante (ουσ αρσ )
importante (επίθ.)
importanza (θηλ.ουσ)
importare (ρ.αμτβ.)
importare (ρ. μτβ.)
importatore (ουσ αρσ )
importatore (επίθ.)
importazione (θηλ.ουσ)
importo (ουσ αρσ )
importunamente (επίρ.)
importunare (ρ. μτβ.)
importunità (θηλ.ουσ)
importuno (ουσ αρσ )
importuno (επίθ.)
importuoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---