Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imporporàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imporpoˈrare]

1 κοκκινίζω
2 βάφω πορφυρό

imporporàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imporpoˈrarsi]

1 κοκκινίζω
2 αναψοκοκκινίζω
3 πορφυρίζω
4 ροδίζω
5 ερυθριώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impopolarità imporrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imponibile (ουσ αρσ )
imponibile (επίθ.)
imponibilità (θηλ.ουσ)
impopolare (επίθ.)
impopolarità (θηλ.ουσ)
imporporare (ρ. μτβ.)
imporporarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imporrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imporre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imporsi (ρ.μ. (αντων.))
imporrire (ρ.αμτβ.)
importabile (επίθ.)
importante (ουσ αρσ )
importante (επίθ.)
importanza (θηλ.ουσ)
importare (ρ.αμτβ.)
importare (ρ. μτβ.)
importatore (ουσ αρσ )
importatore (επίθ.)
importazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---