Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imponibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imponibiliˈta]

δυνατότητα φορολόγησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imponibile impopolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imponderabilità (θηλ.ουσ)
imponente (επίθ.)
imponenza (θηλ.ουσ)
imponibile (ουσ αρσ )
imponibile (επίθ.)
imponibilità (θηλ.ουσ)
impopolare (επίθ.)
impopolarità (θηλ.ουσ)
imporporare (ρ. μτβ.)
imporporarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imporrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imporre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imporsi (ρ.μ. (αντων.))
imporrire (ρ.αμτβ.)
importabile (επίθ.)
importante (ουσ αρσ )
importante (επίθ.)
importanza (θηλ.ουσ)
importare (ρ.αμτβ.)
importare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---