Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imponènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impoˈnɛntsa]

1 μεγαλοπρέπεια
2 εντυπωσιασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imponente imponibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impomatarsi (ρ.μ. (αντων.))
impomiciare (ρ. μτβ.)
imponderabile (αρσ. επίθ και ουσ)
imponderabilità (θηλ.ουσ)
imponente (επίθ.)
imponenza (θηλ.ουσ)
imponibile (ουσ αρσ )
imponibile (επίθ.)
imponibilità (θηλ.ουσ)
impopolare (επίθ.)
impopolarità (θηλ.ουσ)
imporporare (ρ. μτβ.)
imporporarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imporrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imporre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imporsi (ρ.μ. (αντων.))
imporrire (ρ.αμτβ.)
importabile (επίθ.)
importante (ουσ αρσ )
importante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---