Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impomatàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impomaˈtare]

1 βάζω αλοιφή
2 βάζω αλοιφή (στα μαλλιά)
3 επαλείφω με κερί
4 βάζω μπριγιαντίνη (στα μαλλιά)

impomatarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impomaˈtarsi]

1 βάζω μπριγιαντίνη (στα μαλλιά)
2 βάζω αλοιφή (στα μαλλιά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impolverazione impomiciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impolverare (ρ. μτβ.)
impolverarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impolverato (επίθ.)
impolveratrice (θηλ.ουσ)
impolverazione (θηλ.ουσ)
impomatare (ρ. μτβ.)
impomatarsi (ρ.μ. (αντων.))
impomiciare (ρ. μτβ.)
imponderabile (αρσ. επίθ και ουσ)
imponderabilità (θηλ.ουσ)
imponente (επίθ.)
imponenza (θηλ.ουσ)
imponibile (ουσ αρσ )
imponibile (επίθ.)
imponibilità (θηλ.ουσ)
impopolare (επίθ.)
impopolarità (θηλ.ουσ)
imporporare (ρ. μτβ.)
imporporarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imporrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---