Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impoltronìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impoltroˈnire]

τεμπελιάζω

impoltronìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impoltroˈnire]

κάνω κάποιον τεμπέλη

impoltronirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impoltroˈnirsi]

τεμπελιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impolparsi impolverare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impolitico (επίθ.)
impollinare (ρ. μτβ.)
impollinazione (θηλ.ουσ)
impolpare (ρ. μτβ.)
impolparsi (ρ.μ. (αντων.))
impoltronire (ρ.αμτβ.)
impoltronire (ρ. μτβ.)
impoltronirsi (ρ.μ. (αντων.))
impolverare (ρ. μτβ.)
impolverarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impolverato (επίθ.)
impolveratrice (θηλ.ουσ)
impolverazione (θηλ.ουσ)
impomatare (ρ. μτβ.)
impomatarsi (ρ.μ. (αντων.))
impomiciare (ρ. μτβ.)
imponderabile (αρσ. επίθ και ουσ)
imponderabilità (θηλ.ουσ)
imponente (επίθ.)
imponenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---