Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


implùme  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imˈplume]

1 που δεν έχει βγάλει ακόμη φτερά
2 άφτερος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  implosivo impluvio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

implorare (ρ. μτβ.)
imploratore (αρσ. επίθ και ουσ)
implorazione (θηλ.ουσ)
implosione (θηλ.ουσ)
implosivo (επίθ.)
implume (επίθ.)
impluvio (ουσ αρσ )
impoetico (επίθ.)
impolitico (επίθ.)
impollinare (ρ. μτβ.)
impollinazione (θηλ.ουσ)
impolpare (ρ. μτβ.)
impolparsi (ρ.μ. (αντων.))
impoltronire (ρ.αμτβ.)
impoltronire (ρ. μτβ.)
impoltronirsi (ρ.μ. (αντων.))
impolverare (ρ. μτβ.)
impolverarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impolverato (επίθ.)
impolveratrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---