Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


implùvio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈpluvjo]

1 χαντάκι
2 ρείθρο συλλογής ομβρίων υδάτων
3 αυλή αρχαίου Ρωμαὶκού κτιρίου
4 γραμμή αυλακιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  implume impoetico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imploratore (αρσ. επίθ και ουσ)
implorazione (θηλ.ουσ)
implosione (θηλ.ουσ)
implosivo (επίθ.)
implume (επίθ.)
impluvio (ουσ αρσ )
impoetico (επίθ.)
impolitico (επίθ.)
impollinare (ρ. μτβ.)
impollinazione (θηλ.ουσ)
impolpare (ρ. μτβ.)
impolparsi (ρ.μ. (αντων.))
impoltronire (ρ.αμτβ.)
impoltronire (ρ. μτβ.)
impoltronirsi (ρ.μ. (αντων.))
impolverare (ρ. μτβ.)
impolverarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impolverato (επίθ.)
impolveratrice (θηλ.ουσ)
impolverazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---