Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


implìcito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imˈpliʧito]

1 αναμφίβολος
2 ανεπιφύλακτος
3 δυνατός (εν δυνάμει)
4 εξυπακουόμενος
5 υπονοούμενος
6 πιθανός
7 συνεπαγόμενος
8 ενδεχόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  implicitamente implorante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

implicare (ρ. μτβ.)
implicarsi (ρ.μ. (αντων.))
implicato (επίθ.)
implicazione (θηλ.ουσ)
implicitamente (επίρ.)
implicito (επίθ.)
implorante (επίθ.)
implorare (ρ. μτβ.)
imploratore (αρσ. επίθ και ουσ)
implorazione (θηλ.ουσ)
implosione (θηλ.ουσ)
implosivo (επίθ.)
implume (επίθ.)
impluvio (ουσ αρσ )
impoetico (επίθ.)
impolitico (επίθ.)
impollinare (ρ. μτβ.)
impollinazione (θηλ.ουσ)
impolpare (ρ. μτβ.)
impolparsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---