Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


implicitaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [impliʧitaˈmente]

1 εν δυνάμει
2 αναμφιβόλως
3 αναμφισβήτητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  implicazione implicito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

implementare (ρ. μτβ.)
implicare (ρ. μτβ.)
implicarsi (ρ.μ. (αντων.))
implicato (επίθ.)
implicazione (θηλ.ουσ)
implicitamente (επίρ.)
implicito (επίθ.)
implorante (επίθ.)
implorare (ρ. μτβ.)
imploratore (αρσ. επίθ και ουσ)
implorazione (θηλ.ουσ)
implosione (θηλ.ουσ)
implosivo (επίθ.)
implume (επίθ.)
impluvio (ουσ αρσ )
impoetico (επίθ.)
impolitico (επίθ.)
impollinare (ρ. μτβ.)
impollinazione (θηλ.ουσ)
impolpare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---