Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


implacabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [implakabiliˈta]

1 πεισμονή
2 μισαλλοδοξία
3 σκληρότητα
4 πείσμα
5 ισχυρογνωμοσύνη
6 ακαμψία
7 αδιαλλαξία
8 δογματισμός
9 απροθυμία για συμβιβασμό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  implacabile implacabilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impiumare (ρ. μτβ.)
impiumarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiumatura (θηλ.ουσ)
impiumo (ουσ αρσ )
implacabile (επίθ.)
implacabilità (θηλ.ουσ)
implacabilmente (επίρ.)
implacato (επίθ.)
implantologia (θηλ.ουσ)
implementare (ρ. μτβ.)
implicare (ρ. μτβ.)
implicarsi (ρ.μ. (αντων.))
implicato (επίθ.)
implicazione (θηλ.ουσ)
implicitamente (επίρ.)
implicito (επίθ.)
implorante (επίθ.)
implorare (ρ. μτβ.)
imploratore (αρσ. επίθ και ουσ)
implorazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---