Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impiumatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impjumaˈtura]

1 στόλισμα με φτερά
2 φτέρωμα
3 δημιουργία φτερώματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impiumarsi impiumo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impiotamento (ουσ αρσ )
impiotare (ρ. μτβ.)
impiparsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiumare (ρ. μτβ.)
impiumarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiumatura (θηλ.ουσ)
impiumo (ουσ αρσ )
implacabile (επίθ.)
implacabilità (θηλ.ουσ)
implacabilmente (επίρ.)
implacato (επίθ.)
implantologia (θηλ.ουσ)
implementare (ρ. μτβ.)
implicare (ρ. μτβ.)
implicarsi (ρ.μ. (αντων.))
implicato (επίθ.)
implicazione (θηλ.ουσ)
implicitamente (επίρ.)
implicito (επίθ.)
implorante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---