Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impiombatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impjombaˈtura]

1 μάτισμα
2 σφράγισμα (δοντιού)
3 μολύβι επικάλυψης ή σφραγίσματος
4 σφράγιση (με μολύβι)
5 κάλυψη με μολύβι
6 βούλωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impiombare impiotamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impinguare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impinguarsi (ρ.μ. (αντων.))
impinzare (ρ. μτβ.)
impinzarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiombare (ρ. μτβ.)
impiombatura (θηλ.ουσ)
impiotamento (ουσ αρσ )
impiotare (ρ. μτβ.)
impiparsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiumare (ρ. μτβ.)
impiumarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiumatura (θηλ.ουσ)
impiumo (ουσ αρσ )
implacabile (επίθ.)
implacabilità (θηλ.ουσ)
implacabilmente (επίρ.)
implacato (επίθ.)
implantologia (θηλ.ουσ)
implementare (ρ. μτβ.)
implicare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---