Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impinzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impinˈtsare]

1 στουμπώνω
2 παρατρώγω
3 στοιβάζω
4 παραγεμίζω
5 μπουκώνω

impinzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impinˈtsarsi]

1 καταβροχθίζω
2 παραγεμίζω το στομάχι μου
3 παραφουσκώνω
4 παρατρώγω
5 τρώγω υπερβολικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impinguarsi impiombare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impilare (ρ. μτβ.)
impillaccherare (ρ. μτβ.)
impinguamento (ουσ αρσ )
impinguare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impinguarsi (ρ.μ. (αντων.))
impinzare (ρ. μτβ.)
impinzarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiombare (ρ. μτβ.)
impiombatura (θηλ.ουσ)
impiotamento (ουσ αρσ )
impiotare (ρ. μτβ.)
impiparsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiumare (ρ. μτβ.)
impiumarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiumatura (θηλ.ουσ)
impiumo (ουσ αρσ )
implacabile (επίθ.)
implacabilità (θηλ.ουσ)
implacabilmente (επίρ.)
implacato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---