Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpillaccheràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [impillakkeˈrare] 1 πιτσιλίζω με λάσπες 2 λασπώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |