Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impigro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imˈpigro]

1 δραστήριος
2 φίλεργος
3 προκομμένος
4 εργατικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impigrirsi impilaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impiglio (ουσ αρσ )
impignorabile (επίθ.)
impignorabilità (θηλ.ουσ)
impigrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impigrirsi (ρ.μ. (αντων.))
impigro (επίθ.)
impilaggio (ουσ αρσ )
impilare (ρ. μτβ.)
impillaccherare (ρ. μτβ.)
impinguamento (ουσ αρσ )
impinguare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impinguarsi (ρ.μ. (αντων.))
impinzare (ρ. μτβ.)
impinzarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiombare (ρ. μτβ.)
impiombatura (θηλ.ουσ)
impiotamento (ουσ αρσ )
impiotare (ρ. μτβ.)
impiparsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiumare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---