Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impigliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impiʎˈʎare]

1 μπλέκω
2 παγιδεύω
3 μπερδεύω
4 περιπλέκω

impigliàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impiʎˈʎarsi]

μπλέκομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impietrito impiglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impietrarsi (ρ.μ. (αντων.))
impietrire (ρ.αμτβ.)
impietrire (ρ. μτβ.)
impietrirsi (ρ.μ. (αντων.))
impietrito (επίθ.)
impigliare (ρ. μτβ.)
impigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiglio (ουσ αρσ )
impignorabile (επίθ.)
impignorabilità (θηλ.ουσ)
impigrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impigrirsi (ρ.μ. (αντων.))
impigro (επίθ.)
impilaggio (ουσ αρσ )
impilare (ρ. μτβ.)
impillaccherare (ρ. μτβ.)
impinguamento (ουσ αρσ )
impinguare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impinguarsi (ρ.μ. (αντων.))
impinzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---