Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impietràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impjeˈtrare]

1 πετρώνω
2 απολιθώνομαι
3 στερεοποιούμαι
4 μαρμαρώνω

impietràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impjeˈtrare]

απολιθώνω

impietrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impjeˈtrarsi]

1 μαρμαρώνω
2 στερεοποιούμαι
3 απολιθώνομαι
4 πετρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impietoso impietrire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impiego (ουσ αρσ )
impieguccio (ουσ αρσ )
impietosire (ρ. μτβ.)
impietosirsi (ρ.μ. (αντων.))
impietoso (επίθ.)
impietrare (ρ.αμτβ.)
impietrare (ρ. μτβ.)
impietrarsi (ρ.μ. (αντων.))
impietrire (ρ.αμτβ.)
impietrire (ρ. μτβ.)
impietrirsi (ρ.μ. (αντων.))
impietrito (επίθ.)
impigliare (ρ. μτβ.)
impigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiglio (ουσ αρσ )
impignorabile (επίθ.)
impignorabilità (θηλ.ουσ)
impigrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impigrirsi (ρ.μ. (αντων.))
impigro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---