Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpiègo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [imˈpjɛgo] 1 (impegno) η απασχόληση 2 (utilizzo) η χρήση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |