Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impietosìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impjetoˈsire]

1 οικτίρω
2 ελεεινολογώ
3 συγκινώ
4 προκαλώ τον οίκτο κάποιου

impietosirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impjetoˈsirsi]

1 ευσπλαχνίζομαι
2 λυπούμαι κάποιον
3 σπλαχνίζομαι
4 ψυχοπονώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impieguccio impietoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impiegato (αρσ. επίθ και ουσ)
impiegatuccio (ουσ αρσ )
impiegatucolo (ουσ αρσ )
impiego (ουσ αρσ )
impieguccio (ουσ αρσ )
impietosire (ρ. μτβ.)
impietosirsi (ρ.μ. (αντων.))
impietoso (επίθ.)
impietrare (ρ.αμτβ.)
impietrare (ρ. μτβ.)
impietrarsi (ρ.μ. (αντων.))
impietrire (ρ.αμτβ.)
impietrire (ρ. μτβ.)
impietrirsi (ρ.μ. (αντων.))
impietrito (επίθ.)
impigliare (ρ. μτβ.)
impigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiglio (ουσ αρσ )
impignorabile (επίθ.)
impignorabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---