Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impiegatùcolo
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [impjegaˈtukolo]

υπαλληλάκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impiegatuccio impiego  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impiegare (ρ. μτβ.)
impiegarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiegatizio (επίθ.)
impiegato (αρσ. επίθ και ουσ)
impiegatuccio (ουσ αρσ )
impiegatucolo (ουσ αρσ )
impiego (ουσ αρσ )
impieguccio (ουσ αρσ )
impietosire (ρ. μτβ.)
impietosirsi (ρ.μ. (αντων.))
impietoso (επίθ.)
impietrare (ρ.αμτβ.)
impietrare (ρ. μτβ.)
impietrarsi (ρ.μ. (αντων.))
impietrire (ρ.αμτβ.)
impietrire (ρ. μτβ.)
impietrirsi (ρ.μ. (αντων.))
impietrito (επίθ.)
impigliare (ρ. μτβ.)
impigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---