Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impiegàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impjeˈgare]

1 (metterci tempo) διαθέτω χρόνο
2 (utilizzare) μεταχειρίζομαι

impiegàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impjeˈgarsi]

1 βρίσκω δουλειά
2 πιάνω δουλειά
3 απασχολούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impiegabile impiegatizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impiccione (αρσ. επίθ και ουσ)
impiccolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impidocchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impidocchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiegabile (επίθ.)
impiegare (ρ. μτβ.)
impiegarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiegatizio (επίθ.)
impiegato (αρσ. επίθ και ουσ)
impiegatuccio (ουσ αρσ )
impiegatucolo (ουσ αρσ )
impiego (ουσ αρσ )
impieguccio (ουσ αρσ )
impietosire (ρ. μτβ.)
impietosirsi (ρ.μ. (αντων.))
impietoso (επίθ.)
impietrare (ρ.αμτβ.)
impietrare (ρ. μτβ.)
impietrarsi (ρ.μ. (αντων.))
impietrire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---