Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpiegàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [impjeˈgare] 1 (metterci tempo) διαθέτω χρόνο 2 (utilizzare) μεταχειρίζομαι impiegàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [impjeˈgarsi] 1 βρίσκω δουλειά 2 πιάνω δουλειά 3 απασχολούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |