Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impiccolìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impikkoˈlire]

κάνω κάτι μικρότερο (χρησιμοποίησε καλύτερα το impiccinire)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impiccione impidocchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impiccinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impiccinirsi (ρ.μ. (αντων.))
impiccio (ουσ αρσ )
impicciolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impiccione (αρσ. επίθ και ουσ)
impiccolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impidocchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impidocchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiegabile (επίθ.)
impiegare (ρ. μτβ.)
impiegarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiegatizio (επίθ.)
impiegato (αρσ. επίθ και ουσ)
impiegatuccio (ουσ αρσ )
impiegatucolo (ουσ αρσ )
impiego (ουσ αρσ )
impieguccio (ουσ αρσ )
impietosire (ρ. μτβ.)
impietosirsi (ρ.μ. (αντων.))
impietoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---