Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impiccinìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impitʧiˈnire]

1 μικραίνω
2 υποτιμώ
3 κάνω κάτι μικρότερο
4 μειώνω
5 ελαττώνω
6 σμικρύνω
7 μικρύνω

impiccinirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impitʧiˈnirsi]

1 ελαττώνομαι
2 μικραίνω
3 μειώνομαι
4 υποτιμώ τον εαυτό μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impicciarsi impiccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impiccatore (ουσ αρσ )
impiccatore (επίθ.)
impiccatura (θηλ.ουσ)
impicciare (ρ. μτβ.)
impicciarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiccinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impiccinirsi (ρ.μ. (αντων.))
impiccio (ουσ αρσ )
impicciolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impiccione (αρσ. επίθ και ουσ)
impiccolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impidocchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impidocchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiegabile (επίθ.)
impiegare (ρ. μτβ.)
impiegarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiegatizio (επίθ.)
impiegato (αρσ. επίθ και ουσ)
impiegatuccio (ουσ αρσ )
impiegatucolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---