Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpiccinìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [impitʧiˈnire] 1 μικραίνω 2 υποτιμώ 3 κάνω κάτι μικρότερο 4 μειώνω 5 ελαττώνω 6 σμικρύνω 7 μικρύνω impiccinirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [impitʧiˈnirsi] 1 ελαττώνομαι 2 μικραίνω 3 μειώνομαι 4 υποτιμώ τον εαυτό μου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |