Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impiccatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [impikkaˈtore]

1 εκτελεστής
2 βασανιστής
3 μπόγιας
4 δήμιος

impiccatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impikkaˈtore]

αναφερόμενος στον δήμιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impiccato impiccatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impiccagione (θηλ.ουσ)
impiccare (ρ. μτβ.)
impiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiccato (ουσ αρσ )
impiccato (επίθ.)
impiccatore (ουσ αρσ )
impiccatore (επίθ.)
impiccatura (θηλ.ουσ)
impicciare (ρ. μτβ.)
impicciarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiccinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impiccinirsi (ρ.μ. (αντων.))
impiccio (ουσ αρσ )
impicciolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impiccione (αρσ. επίθ και ουσ)
impiccolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impidocchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impidocchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiegabile (επίθ.)
impiegare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---