Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpiccióne
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [impitˈʧone] 1 ανακατωσούρης 2 ανακατεψιάρης 3 πολυπράγμων 4 ανακατωσούρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |